Η Ραψάνη βρίσκεται θρονιασμένη στους πρόποδες του ψηλότερου βουνού της Ελλάδος, τον Όλυμπο, στις πλαγιές του όρους Σοπωτού, σε υψόμετρο 500 μ. Το όνοµά της προέρχεται από τις «ραψάνες», τους σχιστόλιθους, δηλαδή, που παρατηρούνται σε όλη τη γύρω περιοχή.
Η ακριβής χρονολόγηση ίδρυσης της Ραψάνης δεν έχει προσδιοριστεί, υπήρχε, όμως, σίγουρα το 1546, όταν ιδρύθηκε ο ναός του Αγίου lωάννου Προδρόμου στη ΝΑ. πλευρά του χωριού, όπου υπάρχει κτητορική επιγραφή που φέρει τη χρονολογία 1546.
Μετά το 16ο αι., η Ραψάνη και η Κρανιά ήταν τα σημαντικότερα κεφαλοχώρια του Κάτω Ολύμπου. Όλα τα χωριά της περιοχής του Κάτω Ολύμπου παρουσίασαν σημαντική οικονομική και καλλιτεχνική δραστηριότητα, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 19ου μ. Χ. αιώνα. Εκτός από την καλλιτεχνική ανάπτυξη, στο δεύτερο μισό του 18ου αι, στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές του Ολύμπου, όπως και της Όσσας, παρουσιάστηκε μεγάλη άνθηση και στην παραγωγή υφαντών, αλατζάδων, μεταξωτών, βαμβακερών και μάλλινων υφασμάτων.
Υπήρχε πολύ καλή συνεργασία μεταξύ των χωριών στην παραγωγή και την προώθηση των προϊόντων στις μεγάλες αγορές της κεντρικής Ευρώπης, όπως στη Βουδαπέστη, στη Βιέννη και στην Τεργέστη, καθώς και στις αγορές της Ανατολής, κυρίως της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Αποτέλεσµα αυτής της ευημερίας ήταν η ανοικοδόµηση αξιόλογων σπιτιών, εκκλησιαστικών, αλλά και δηµοσίων κτιρίων, κυρίως σχολών, που βοήθησαν στη µόρφωση των Ελλήνων της περιοχής. Στη Ραψάνη ιδρύθηκε το 1769, από τον Επίσκοπο Πλαταμώνος Διονύσιο, η Σχολή Ραψάνης, η οποία συνέβαλε πολύ στην πνευματική ανάπτυξη της περιοχής.
Η ευημερία αυτή κράτησε μέχρι τις αρχές του 19ου αι., οπότε συνέβησαν σημαντικές αλλαγές. Καταρχήν ο Αλή πασάς χρησιμοποιώντας τους Αρβανίτες έκανε τσιφλίκι του τα χωριά αυτά μαζί με όλη σχεδόν τη Θεσσαλία. Οι Κρανιώτες, όμως, νίκησαν το Βελή πασά σε μάχη, που έγινε κάτω από τον Άγιο Ταξιάρχη το 1799, όταν ο Αλή πασάς προσπάθησε να κάνει τσιφλίκι το χωριό και έτσι το χωριό έμεινε κεφαλοχώρι. Γι’ αυτό είναι και το μόνο, που είχε ιδιόκτητα κτήματα στην περιοχή Κουλούρας.
Με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης τα χωριά του Κάτω Ολύμπου έλαβαν από την αρχή μέρος. Το 1822 η Κρανιά καταστράφηκε από τον Αβδουλαβούτ πασά, ενώ αργότερα το 1878 οι Τούρκοι των Γόννων κατέστρεψαν τη Ραψάνη σε ένα άλλο ξέσπασμα της επανάστασης. Τελικά με τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης στις 2 Ιουλίου του 1881, η οποία υλοποιούσε αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου, που είχε γίνει τρία χρόνια νωρίτερα το 1878, η Θεσσαλία εκτός από την επαρχία Ελασσόνας, προσαρτήθηκε στην Ελλάδα, όπως και ένα μικρό τμήμα της Ηπείρου με την πόλη της Άρτας.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο όλα τα χωριά της περιοχής αυτής του Κάτω Ολύμπου αντιστάθηκαν σθεναρά ενάντια στα Ιταλογερμανικά στρατεύματα κατοχής. Μετά την κατοχή από τους Γερμανούς, ο εμφύλιος πόλεμος σημάδεψε και τραυμάτισε όλα τα χωριά της περιοχής. Οι κοινωνίες διχάστηκαν και τα χωριά ερήμωσαν με τη φυγή των κατοίκων στις πόλεις και κυρίως στη Λάρισα. Μετά τον πόλεμο μερικοί θέλησαν να επιστρέψουν στα πατρώα εδάφη, αλλά οι συνθήκες πια ήταν πολύ διαφορετικές. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν οριστικά στη Λάρισα εργαζόμενοι κυρίως στις οικοδομές.
Από τη δεκαετία του 80, όταν βελτιώθηκαν οι οικονομικές συνθήκες, άρχισε πάλι η επιστροφή στις πατρικές εστίες, αλλά η ζωή δεν συνεχίστηκε όπως παλιά. Ο τρόπος ζωής στις πόλεις άλλαξε τα έθιμα, τις παραδόσεις και δυστυχώς την ευαισθησία, που κράτησε ζωντανή την ψυχή των χωριών τόσα χρόνια και μέσα από αντίξοες συνθήκες. Τα πατρικά σπίτια, που είχαν ερειπωθεί, άρχισαν να επιδιορθώνονται, οι οικισμοί να αναδιοργανώνονται, αλλά όλα γίνονταν στο πνεύμα του νέου τρόπου ζωής της πόλης. Τα καινούργια υλικά ήρθαν να αντικαταστήσουν τα παραδοσιακά, τόσο στα σπίτια όσο και στους δρόμους, που δεν εξυπηρετούσαν πλέον με τα καλντερίμια τους τα αυτοκίνητα, που είχαν μπει πλέον στη ζωή.
Η βίαιη αποκοπή από την παράδοση, που δεν περιορίζεται μόνο στα υλικά, αλλά καλύπτει όλες τις εκδηλώσεις και τους τρόπους ζωής, μετάλλαξε τις αισθητικές αντιλήψεις και το καινούργιο, το “σύγχρονο” θεωρήθηκε και αισθητικά ωραίο. Η μετάλλαξη αυτή των αισθητικών αντιλήψεων, καθώς και η άγνοια για το γενικότερο αποτέλεσμα που θα προέκυπτε, δημιούργησε αναρχία εξ ίσου καταστρεπτική με την αναρχία στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ευτυχώς, σήμερα, οι περισσότεροι έχουν αντιληφθεί τι συνέβη και περισσότερο “σοφοί”, πια, προσπαθούν να αποκαταστήσουν και να προστατεύσουν την ανάπτυξη στο φυσικό και στο δομημένο περιβάλλον, διατηρώντας τα στοιχεία, όσα απέμειναν, της παραδοσιακής πολεοδομικής οργάνωσης και αρχιτεκτονικής.
Σήμερα η Ραψάνη είναι ένα πολύ όμορφο παραθεριστικό κέντρο που περιβάλλεται από αμπελώνες, οπωρώνες, ρυάκια και καταπράσινες βουνοκορφές. Το υγιεινό κλίμα, τα άφθονα νερά και οι διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις προσελκύουν αρκετούς επισκέπτες, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες.
Απέχει από τη Λάρισα 44 χλµ. και κατοικείται το χειμώνα από 200 περίπου άτομα, τα οποία το καλοκαίρι φτάνουν τα 1.500. Το μεγαλύτερο ποσοστό των µονίµων κατοίκων επιδίδεται σε κτηνοτροφικές και γεωργικές εργασίες, κυρίως αμπελουργία, καθώς και σε οικοδομικές εργασίες. Με το χωριό συνδέεται ο συγγραφέας Μ.Καραγάτσης (ψευδώνυμο του Δημητρίου Ροδοπούλου), ο οποίος παραθέριζε εδώ για αρκετά χρόνια.
Στο βιβλίο-άλμπουμ παρουσιάζεται η ιστορία του οικισμού και αναδεικνύεται η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του, με γοητευτικές εικόνες της Ραψάνης, μέσα από την ομίχλη του Φθινοπώρου.