Αρθρογραφία

Θεσσαλονίκη–Η μουσική ζωή πριν το 1912

Παρουσίαση του βιβλίου του Κλεομένη Καλυβιώτη «Θεσσαλονίκη-Η μουσική ζωή πριν το 1912», από τον Βασίλη Τσολάκη.

Τον Αριστομένη Καλυβιώτη γνώρισα σαν συνάδελφο μηχανικό, εκείνος Πολιτικός Μηχανικός και εγώ Αρχιτέκτων Μηχανικός. Δεν γνώριζα αρκετά πράγματα για τον ίδιο, ούτε για όσα από τα ενδιαφέροντα του ήταν εκτός των χώρων της επιστήμης που υπηρετούσε.
Θεωρούσα ότι οι αριθμοί, οι στατικές μελέτες και η παρακολούθηση των έργων, με τις αυστηρές προδιαγραφές και απαιτήσεις, που χρηματοδοτούνταν από την Ευρωπαϊκή ένωση, θα ήταν η κύρια ενασχόλησή του. Πίστευα ότι η μεγάλη ευθύνη της θέσης του προϊσταμένου της Διαχειριστικής Αρχής στην Περιφέρεια Θεσσαλίας δεν θα του επέτρεπε, λόγω της υπευθυνότητας του χαρακτήρα του, να αναλώσει δυνάμεις σε περιοχές τελείως διαφορετικές από τον τεχνοκρατικό χαρακτήρα, που σηματοδοτεί το αντικείμενο της επιστήμης του πολιτικού μηχανικού.
Η έκπληξη ήρθε, όταν μου χάρισε το βιβλίο του «Παιχνίδια – ηχητικά αντικείμενα». Το βιβλίο αυτό μου έδωσε την βασική πληροφορία, σχετικά με το ποιος θα μπορούσε να είναι ο Μένιος Καλυβιώτης, πίσω από την αρχική εικόνα που είχα για εκείνον .
Πράγματι, πίσω από τον τεχνικό επιστήμονα, πίσω από τους διαβήτες , τα τρίγωνα, και τους πολύπλοκους μαθηματικούς υπολογισμούς, βλέπει κανείς μια ευαισθησία και ένα πλούτο συναισθημάτων .
Αυτό το μείγμα των αυστηρών τεχνικών γνώσεων, μαζί με την ποικιλία τόσο πολλών διαφορετικών ενδιαφερόντων, δεν είναι σύνηθες φαινόμενο. Έτσι, αποτελεί σίγουρα μια απόδειξη ύπαρξης ικανοτήτων σημαντικών, που αφ ’ενός προσδιορίζουν την συνολική προσωπικότητά του και αφ’ ετέρου εκπλήσσουν και προκαλούν τον θαυμασμό μας.
Τα ενδιαφέροντα του απλώνονται σε πολλούς και σημαντικούς τομείς, ιδιαίτερα στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής.
Ο Αριστομένης Καλυβιώτης μελέτησε λαογραφικό υλικό, σχετικό με την μουσική παράδοση της χώρας μας, και πήρε μέρος σε συνέδρια, όπου έκανε ανακοινώσεις που σχετίζονται με την παραδοσιακή ελληνική μουσική. Τα θέματα των ανακοινώσεων του περιλαμβάνουν, επίσης, τα ρεμπέτικα τραγούδια, καθώς και τα αστικά-λαϊκά τραγούδια της Σμύρνης.
Το ενδιαφέρον του προσέλκυσε και η μελέτη των πρώτων ηχογραφήσεων, που αφορούν σε ελληνόφωνα τραγούδια, τα οποία περιλαμβάνουν κομμάτια της ελληνικής παράδοσης, εκτελεσμένα από παραδοσιακούς μουσικούς.
Η μουσική ζωή στη Θεσσαλονίκη και κυρίως αυτή των λαϊκών στρωμάτων, πριν από το 1912, είναι το αντικείμενο του βιβλίου του, που έχομε την τιμή να παρουσιάσουμε σήμερα.
Το βιβλίο αυτό είναι προϊόν μιας πολύ σοβαρής και υπεύθυνης έρευνας. Περιέχει πληροφορίες πολύτιμες, για κάθε ερευνητή ή εξειδικευμένο μουσικόφιλο, που ενδιαφέρεται να γνωρίσει το παρελθόν της πόλης της Θεσσαλονίκης. Οι πληροφορίες που μας δίνει, καλύπτουν τόσο το χώρο της μουσικής, όσο και τον χώρο των τραγουδιών και των δίσκων.
Με τις πληροφορίες που μας δίνει ο Μένιος Καλυβιώτης, μέσα στα έξι κεφάλαια του βιβλίου, μας εισάγει και στην καλλιτεχνική ατμόσφαιρα της εποχής και κυρίως στα μουσικά ακούσματα που συγκινούσαν τον πολυποίκιλο πληθυσμό της πόλης .
Συγχρόνως, όμως, μας δίνει, με αφορμή τον χώρο της μουσικής, μια πλήρη σχεδόν εικόνα και για άλλες εκφράσεις του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της πόλης, που αφορούν στην κοινωνική, την εμπορική ζωή και την οικονομική εξέλιξη αυτής της πόλης .
Αρχίζοντας από μια γενική αναφορά στην πόλη με την μορφή που έφθασε να έχει στις αρχές του 20ου αιώνα, με τις τρεις βασικές εθνότητες, δηλαδή τους Τούρκους, τους Έλληνες και τους Σεραφαδίτες Εβραίους, μας εισάγει με εύσχημο και έξυπνο τρόπο στην κατανόηση του πνεύματος και του κλίματος της εποχής.
Με γλαφυρό τρόπο, παρουσιάζονται όλες οι μορφές διασκέδασης στην τότε Θεσσαλονίκη. Αναφέρονται τα μουσικά καταστήματα και οι διάφοροι χώροι, όπου διασκέδαζε ο κόσμος της, ο οποίος αποτελούνταν από μια πανσπερμία λαών, καθώς η Θεσσαλονίκη, τότε, ήταν μια πολυεθνική πόλη, όπου ζούσαν λαοί με διαφορετικές παραδόσεις, διαφορετικές θρησκείες και με διαφορετικά πολιτισμικά γνωρίσματα.
Παραπέμπει σε πλήθος από πηγές, παραθέτει αποσπάσματα από δημοσιεύματα εφημερίδων, χρησιμοποιεί διαφημιστικές καταχωρήσεις της εποχής και αναφέρεται σε μελέτες και άλλων ερευνητών.
Μας πληροφορεί για τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο φωνογράφο και το γραμμόφωνο, και μαθαίνουμε πως εξελίχθηκε η τεχνολογία της ηχογράφησης, από τους κυλίνδρους που γινόταν στην αρχή, στους δίσκους 78 στροφών στη συνέχεια.
Μαθαίνουμε για δίσκους μονής και διπλής όψης, αλλά και για το σύστημα της επί τόπου ηχογράφησης, από συνεργεία των μεγάλων εταιριών παραγωγής δίσκων που περιόδευαν κάθε έτος σε διάφορες πόλεις.
Συνεχίζει με αναφορές σε μουσικούς και τραγουδιστές, οι οποίοι άφησαν το αποτύπωμά τους σε δίσκους, που ηχογραφήθηκαν από τα περιοδεύοντα αυτά συνεργεία στη Θεσσαλονίκη.
Περιγράφει τον τρόπο αυτής της επιτόπιας διαδικασίας ηχογραφήσεων, που για πρώτη φορά συνέβη παγκοσμίως, σαν μια ανάγκη που προέκυψε από τις δυσκολίες που υπήρχαν για την μετάβαση των διαφόρων καλλιτεχνών στα μεγάλα κέντρα ηχογραφήσεων, όπως ήταν το Βερολίνο, η Βιέννη, το Παρίσι , το Λονδίνο και άλλες μεγάλες πόλεις.
Η επιλογή, των τραγουδιών αυτών, καθώς και των εκτελεστών τους, μουσικών και τραγουδιστών, γίνονταν από τους αντιπροσώπους που είχαν οι εταιρίες και βασίζονταν στις επιθυμίες του κοινού. Τα ίδια τραγούδια ηχογραφούνταν από διάφορες εταιρίες, γιατί ακόμα δεν υπήρχαν οι συμφωνίες αποκλειστικότητας για την εμπορική διάθεση κάποιου μουσικού κομματιού. Οι ηχογραφήσεις αυτές γίνονταν με πολύ γρήγορους ρυθμούς και πολλές φορές ξεπερνούσαν τις 50 σε μια μέρα.
Τα τραγούδια αυτά, που ηχογραφήθηκαν από το 1909 έως το 1912, είναι χωρισμένα σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει τα σεραφαδίτικα, η δεύτερη τα τούρκικα και η τρίτη τα ελληνικά. Αναφέρονται επίσης και τραγούδια που δεν ηχογραφήθηκαν στη Θεσσαλονίκη αλλά ήταν γνωστά στο ευρύ κοινό.
Η Θεσσαλονίκη δεν ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη. Από την εποχή του βυζαντίου κατείχε σημαντική θέση στην αυτοκρατορία και τη θέση αυτή την διατήρησε μέχρι το 1912, καθώς αποτελούσε, μέχρι τότε, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στις αρχές του 20ου αι. στη Θεσσαλονίκη, που ήταν σπουδαίο εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο, στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου πληροφορούμαστε, ότι ο πληθυσμός της το 1912 ήταν περίπου 500.000. Η μουσική κίνηση μιας τέτοιας πόλης έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί συνένωνε, στη διασκέδαση, διαφορετικούς από άποψη νοοτροπίας ανθρώπους, όπως Έλληνες, Τούρκους, Βούλγαρους, Εβραίους, αλλά και Ευρωπαίους από διάφορες χώρες της Ευρώπης. Στις ταβέρνες, στα καφέ-σαντάν, στα καφενεία της, στο λιμάνι, αλλά και στις αγορές της ακούγονταν τραγούδια σε πολλές γλώσσες.
Κατά την περίοδο μεταξύ 1900-1912, η Θεσσαλονίκη βρέθηκε στο επίκεντρο μιας μεγάλης αναταραχής, με πρωταγωνιστές τους έλληνες και τους Βούλγαρους, που αφορούσε στην κατάκτηση της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τον Μακεδονικό αγώνα.
Η χρονολογία 1912 αποτελεί ορόσημο για την πόλη της Θεσσαλονίκης, γιατί τότε έγινε η ενσωμάτωση της στο ελληνικό κράτος. Μετά το1912, η Θεσσαλονίκη ακολουθεί μια νέα πορεία και μετατρέπεται από μια Οθωμανική μεγαλούπολη, σε ένα δυτικοευρωπαϊκό κέντρο.
Σχετικά με τις ηχογραφήσεις, παρατηρείται το φαινόμενο να σταματήσει το 1912 η ηχογράφηση δίσκων, που είχε αρχίσει από το 1909. Έτσι, τα μοναδικά ηχητικά ντοκουμέντα αυτής της περιόδου είναι οι δίσκοι γραμμοφώνου, που ηχογραφήθηκαν μεταξύ των ετών 1909 και 1912.
Τα κείμενα, που είχαν δημοσιευτεί στην περίοδο προ του 1912 και αφορούσαν στον τρόπο διασκέδασης και στα τραγούδια των λαϊκών στρωμάτων, είναι πολύ λίγα. Την εποχή αυτή πολλά μουσικά σχήματα, που παίζουν «ανατολίτικη» μουσική, περιοδεύουν στις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου.
Οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, εκτός από τα καφενεία και τις ταβέρνες, διασκεδάζουν και στα διάφορα πανηγύρια. Αν και κάθε εθνότητα είχε τα δικά της ήθη και έθιμα, και κατ’ επέκταση τις παραδοσιακές της μελωδίες, ο τρόπος που διασκέδαζαν οι άνθρωποι και οι εκδηλώσεις ενθουσιασμού για τα τραγούδια , είτε τούρκικα είτε ελληνικά , ήταν κοινοί και σε αρκετές περιπτώσεις παρουσιάζουν ομοιότητες με τη σημερινή εποχή.
Στα διάφορα κεφάλαια του βιβλίου παρατίθενται, επίσης, αποσπάσματα από εντυπώσεις περιηγητών, που είχαν επισκεφτεί τη Θεσσαλονίκη και μας δίνουν διάφορες πληροφορίες για όλες τις εκφάνσεις της ζωής στην πόλη, την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτιστική.
Μια γενικότερη εικόνα της Θεσσαλονίκης αυτής της περιόδου παίρνουμε και από τις σπάνιες cart postal, που σε καίρια σημεία είναι τοποθετημένες στις σελίδες του βιβλίου και μας δίνουν μια ολοκληρωμένη και εναργέστερη μορφή αυτής της σπουδαίας πόλης, όταν ακόμη αποτελούσε κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μπορούμε ακόμη να ακούσουμε, από το CD, αρκετά τραγούδια της περιόδου πριν από το 1912, που ηχογραφήθηκαν στην Θεσσαλονίκη και να μπούμε, έστω και περιφερειακά, στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα που εκδηλώνονταν με τον ερωτικό στοίχο και την έκφρασή του, μέσα από μουσική, γεμάτη πάθος και καημό.
Οι ηχογραφήσεις αυτές, αν και πολλές, γινόταν σε ελάχιστες μέρες, πράγμα που δείχνει, ότι υπήρχε τάξη στην όλη διαδικασία και σοβαρός επαγγελματισμός.
Μερικά από τα τραγούδια αυτά, μπορούμε να πούμε, ότι μοιάζουν με τα σημερινά, έστω και αν η ομοιότητα αυτή περιορίζεται στη γενικότερη συναισθηματική φόρτιση, που προκαλούν με το στίχο, αλλά κυρίως με την μελωδία τους.
Μαθαίνουμε για τα καταστήματα πώλησης μουσικών οργάνων και δίσκων, για τους χώρους διασκέδασης των λαϊκών στρωμάτων, με την πολυεθνική σύνθεση, και εύκολα η μνήμη μας, χωρίς να καταλαβαίνουμε πως γίνεται, μας οδηγεί σε γνωστά σημεία της σημερινής Θεσσαλονίκης και τα ταυτίζει με τα παλιά στέκια.
Διαβάζοντας για κινητά συνεργεία ηχογράφησης δίσκων ‘’παραγωγής Θεσσαλονίκης’’, που γινόταν επί τόπου, στο νου μου έρχεται η ανάμνηση από το φεστιβάλ τραγουδιού και το φεστιβάλ κινηματογράφου, που γινόταν κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη κατά την δεκαετία του 60, όταν ήμουν φοιτητής, αλλά και αργότερα, μέχρι τα τελευταία χρόνια.
Ο Μένιος Καλυβιώτης αναφέρεται σε μια εποχή, που η έρευνα σε παρόμοιους τομείς είναι πολύ δύσκολη. Ο πόλεμος που ακολούθησε και η πυρκαγιά του 1917 είναι γεγονότα πολύ σημαντικά, τα οποία επέφεραν την καταστροφή σε πολλά κρατικά και ιδιωτικά αρχεία. Επίσης, η εξολόθρευση της πλειονότητας του εβραϊκού στοιχείου από την πόλη, όπου είχε αναπτύξει πολυσχιδείς δραστηριότητες, συνετέλεσε στην απώλεια πολλών πηγών πληροφοριών.
Ότι και να γνωρίζουμε από τα βιβλία ιστορίας , σχετικά με τα διάφορα γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία της Θεσσαλονίκης και την μετέπειτα εξέλιξή της, δεν είναι αρκετά για να κατανοήσουμε τον συνολικό τρόπο ζωής, την νοοτροπία των κατοίκων της, που ήταν διαφόρων εθνοτήτων, αλλά εκ των πραγμάτων, ήταν υποχρεωμένοι να συνυπάρχουν και να συνδιαλέγονται μεταξύ τους.
Γι αυτόν τον λόγο, το βιβλίο του αυτό αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά στην δημιουργία της εικόνας της μεγάλης αυτής πόλης, στην οποία έζησαν και αναπτύχθηκαν άνθρωποι με διαφορετική γλώσσα, διαφορετική θρησκεία και που κατάφεραν, εντούτοις, να συνυπάρξουν για πάρα πολλά χρόνια και να δημιουργήσουν ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας της Θεσσαλονίκης.
Ο Μένιος Καλυβιώτης σπούδασε στην Αθήνα και όλοι γνωρίζουμε, πως συνδέονται τα φοιτητικά χρόνια με την μετέπειτα ζωή. Η συναισθηματική φόρτιση αυτών των χρόνων σημαδεύει, χαρακτηριστικά, όλη την πορεία του κάθε επιστήμονα. Γι’ αυτό, για μένα, που σπούδασα στη Θεσσαλονίκη, μπορώ να πω, ότι το πόνημα αυτό του Μένιου, που αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη, έφερε μια αναστάτωση και μια διέγερση στις αναμνήσεις μου.
Η Θεσσαλονίκη, για πολλούς από εμάς, είναι η δεύτερη πατρίδα μας. Η σύγχρονη πόλη λειτουργεί σαν μαγνήτης και σε τραβά πάντοτε κοντά της. Όσοι ζήσαμε στη Θεσσαλονίκη, μας συνοδεύει πάντα η νοσταλγία. Σαν φοιτητές, γοητευθήκαμε από την μαγεία της μεγάλης πόλης. Όλα τα απλά εκ πρώτης όψεως πράγματα διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν τη μια γενιά μετά την άλλη, που πιστεύει, κάθε φορά, ότι θα μπορέσει να αλλάξει τον κόσμο.
Ο Μένιος Καλυβιώτης, με το βιβλίο αυτό, μας συνδέει με εικόνες που δημιουργήθηκαν πριν από ένα αιώνα. Εντούτοις, για όσους έζησαν στη Θεσσαλονίκη, για λίγα ή περισσότερα χρόνια, νιώθουν βαθιά μέσα τους αυτή τη συνέχεια και αισθάνονται, ότι αποτελούν ένα κρίκο της αλυσίδας, που άρχισε να δημιουργείται από τότε και συνεχώς εμπλουτίζεται με νέους κρίκους. Κάθε νέος κρίκος που προστίθεται, μπορεί να διαφέρει λίγο από τον προηγούμενο, αλλά, όλοι μαζί δημιουργούν ένα ενιαίο σύνολο, αδιάσπαστο και αποτελούν την ιστορική μας ταυτότητα.
Τι μένει από όλα αυτά σήμερα; Μένει η ίδια η Θεσσαλονίκη. Όλα στη Θεσσαλονίκη είναι όμορφα, ήταν έτσι από παλιά, είναι σήμερα και θα είναι πάντοτε.